συνδιάκτορος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνδιάκτορος:''' ὁ спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать ([[σύμπλους]] καὶ ξ. Luc.). | |elrutext='''συνδιάκτορος:''' ὁ [[спутник проводника]] (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать ([[σύμπλους]] καὶ ξ. Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.
German (Pape)
[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
συνδιάκτορος: ὁ, από κοινού διάκτορος (αγγελιοφόρος), δηλ. σύντροφος του Ερμή, καθώς το επίθ. διάκτορος αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, ψυχοπομπός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιάκτορος: ὁ спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать (σύμπλους καὶ ξ. Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).
Middle Liddell
συνδιάκτορος, ὁ,
a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.