ἐκστροφή: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκστροφή:''' ἡ извращение (τοῦ λόγου Plut.). | |elrutext='''ἐκστροφή:''' ἡ [[извращение]] (τοῦ λόγου Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A dislocation, τῶν δακτύλων Alciphr.3.54; ἐ. τοῦ σφιγκτῆρος, eversio ani, Hippiatr.41: metaph., τοῦ λόγου Plu.2.1072c. II transmutation of base metal, Zos.Alch.p.195 B. III inversion of uterus, Sor.1.73. IV projection of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.2.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Herausdrehen, z. B. τῶν δακτύλων, der Finger aus den Gelenken, Alciphr. 3, 54; τοῦ λόγου, Verdrehung, Plut. adv. Stoic. 27 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω, ἐξάρθρωσις, τῶν δακτύλων Ἀλκίφρων 3. 54· μεταφ., στρέβλωσις, λόγου Πλούτ. 2. 1072C.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
renversement, dislocation.
Étymologie: ἐκστρέφω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἐξτρ- PFam.Teb.38.10 (II d.C.)
I en sent. fís.
1 retorcimiento τῶν δακτύλων Alciphr.3.18.3, fig. τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
2 medic. inversión τὴν ὑστέραν ἐπεσπάσαντο ... εἰς ἐκστροφήν tiraron del útero hasta darle la vuelta Sor.2.2.82.
3 medic. protrusión ὀφθαλμῶν ... ἐ. exoftalmia Archig. en Orib.46.27.2
•extracción τῶν αἱμορροΐδων Asclep. en Gal.13.313.
4 vet. pliegue, curva ἐμπλέκονται τῇ ἐκστροφῇ τοῦ σφιγκτῆρος se enroscan unos parásitos en la curva del esfínter, Hippiatr.41.1.
5 alquim. transmutación de un metal, Zos.Alch.195.22.
II fig. robo, sustracción de un bien ajeno ἐπ' ἐξτροφῇ con ánimo de robo, para robarnos, PFam.Teb.l.c., cf. PBerl.Möller 2.17 (I d.C.).
Greek Monolingual
η (AM ἐκστροφή)
1. η ενέργεια του εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή
2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση
3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι
4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)
5. (για μάτια) προεκβολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστροφή: ἡ извращение (τοῦ λόγου Plut.).