ὀρνιθοτρόφος: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρνῑθοτρόφος:''' ὁ птицевод, куровод Diod. | |elrutext='''ὀρνῑθοτρόφος:''' ὁ [[птицевод]], [[куровод]] Diod. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρνῑθο-τρόφος, ον, [[τρέφω]]<br />[[keeping]] birds. | |mdlsjtxt=ὀρνῑθο-τρόφος, ον, [[τρέφω]]<br />[[keeping]] birds. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, bird-keeper, DS. 1.74, Cat.Cod.Astr. 8(4).216 (both pl.).
German (Pape)
[Seite 383] Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτηνά, Διόδ. 1. 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules.
Étymologie: ὄρνις, τρέφω.
Greek Monolingual
-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο-τρόφος].
Greek Monotonic
ὀρνῑθοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει πουλιά, πτηνοτρόφος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθοτρόφος: ὁ птицевод, куровод Diod.