πολίχνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολίχνη:''' ἡ городок, местечко Plut.
|elrutext='''πολίχνη:''' ἡ [[городок]], [[местечко]] Plut.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολίχνη Medium diacritics: πολίχνη Low diacritics: πολίχνη Capitals: ΠΟΛΙΧΝΗ
Transliteration A: políchnē Transliteration B: polichnē Transliteration C: polichni Beta Code: poli/xnh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of πόλις, A fort, small town, Th.7.4, Call.Del.41. Plu. Tim.11, etc.; in earlier writers only as pr. n., Πολίχνη, Att. Πολίχνᾱ, a city in Chios, Hdt.6.26; in Ionia, Th.8.14, etc.; in the Megarid, v.l. in Il.2.557:—hence Πολιχνῖται, οἱ, inhabitants of a city in Crete, Hdt.7.170.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, dim. von πόλις, Städtchen; Thuc. 8, 14; Plut. Timol. 11; Callim. Del. 41.

Greek (Liddell-Scott)

πολίχνη: ἡ, (πόλις) μικρὰ πόλις, σπάνιος ὑποκορ. τύπος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 41, Πλουτ. Τιμολ. 11, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρὰ προγενεστέροις συγγραφ. ὡς κύρ. ὄν. Πολίχνη, Ἀττ. Πολίχνᾱ, πόλις ἐν Χίῳ, Ἡρόδ. 6. 26· ἐν Κρήτῃ, ὁ αὐτ. 7. 710, κτλ.· ἐν Ἰωνίᾳ, Θουκ. 8. 14· κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petite ville.
Étymologie: πόλις.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
μικρή πόλη
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Πολίχνη, αττ. τ. Πολίχνα
α) η πόλη της Χίου
β) πόλη της Ιωνίας
γ) πόλη στη Μεγαρίδα
δ) πόλη της δυτικής Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. -ίχνη (πρβλ. κυλ-ίχνη, πελ-ίχνη)].

Greek Monotonic

πολίχνη: ἡ (πόλις), η μικρή πόλη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολίχνη:городок, местечко Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολίχνη -ης, ἡ [πόλις] stadje.

Middle Liddell

πολίχνη, ἡ, πόλις
a small town, Plut.