ὀρθοέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρθοέπεια:''' ἡ правильность речи, орфоэпия Plat.
|elrutext='''ὀρθοέπεια:''' ἡ [[правильность речи]], [[орфоэпия]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθο-έπεια, ἡ, [[ἔπος]]<br />[[correctness]] of [[diction]], Plat.
|mdlsjtxt=ὀρθο-έπεια, ἡ, [[ἔπος]]<br />[[correctness]] of [[diction]], Plat.
}}
}}

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοέπεια Medium diacritics: ὀρθοέπεια Low diacritics: ορθοέπεια Capitals: ΟΡΘΟΕΠΕΙΑ
Transliteration A: orthoépeia Transliteration B: orthoepeia Transliteration C: orthoepeia Beta Code: o)rqoe/peia

English (LSJ)

ἡ, A correctness of diction, Democr.20a, Pl.Phdr.267c, Phld.Rh.1.191 S., D.H.Dem.26, Quint.1.6.20.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, die grade, richtige Aussprache (recta locutio, Quint. 1, 6); Plat. Phaedr. 267 c; D. Hal. de vi Dem. 26. Diese grammatische Lehre behandelte Protagoras, Spengel artium scriptores p. 40 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοέπεια: ἡ, ὀρθότης ὕφους, λεκτικοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C, πρβλ. Κοϊντιλ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage ou style correct.
Étymologie: ὀρθός, ἔπος.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθοέπεια)
η ορθή έκφραση του λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλι-έπεια].

Greek Monotonic

ὀρθοέπεια: ἡ (ἔπος), ορθότητα λόγου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοέπεια:правильность речи, орфоэпия Plat.

Middle Liddell

ὀρθο-έπεια, ἡ, ἔπος
correctness of diction, Plat.