πορφυρίων: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> poule d’eau à bec et à pattes rouges, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> sorte de polype.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> poule d'eau à bec et à pattes rouges, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> sorte de polype.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίων Medium diacritics: πορφυρίων Low diacritics: πορφυρίων Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ
Transliteration A: porphyríōn Transliteration B: porphyriōn Transliteration C: porfyrion Beta Code: porfuri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, A purple coot or water-hen, Fulica porphyrion, Ar.Av.707, al., Arist.HA509a11, 595a12, LXX Le.11.18, Polem.Hist.59; distinguished from the πορφυρίς, Call.Fr. 100c.2. II a kind of polypus, Artem.2.14. 2 a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 686] ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι .ἔχον μέγεθος ἀλεκτρυόνος, καλεῖται δὲ πορφυρίων διὰ τὸ τοῦ ῥύγχους φοινικοῦν, fulica porfyrion Λιν., poule Sultane Buff., Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 32., 8. 6, 1, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 18)· διαφέρει τῆς πορφυρίδος, Ἀθήν. 388D, καὶ τοῦ φοινικοπτέρου. ΙΙ. εἶδος πολύποδος, Ἀρτεμίδ. 2. 14· εἶδος ἰχθύος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 poule d'eau à bec et à pattes rouges, oiseau;
2 sorte de polype.
Étymologie: πορφύρα.

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών του κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, της οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρ-ίων)].

Greek Monotonic

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ (πορφύρα), νερόκοτα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίων: ωνος ὁ зоол. лысуха красная (Fulica porphyris L) Arph., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίων -ωνος, ὁ [πορφύρα] waterhoen.

Middle Liddell

πορφῠρίων, ωνος, ὁ, πορφύρα
the water-hen, Ar.