φαάντατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très brillant, le plus brillant.<br />'''Étymologie:''' Sp. d’un adj. inus. de [[φαίνω]].
|btext=η, ον :<br />très brillant, le plus brillant.<br />'''Étymologie:''' Sp. d'un adj. inus. de [[φαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαάντατος Medium diacritics: φαάντατος Low diacritics: φαάντατος Capitals: ΦΑΑΝΤΑΤΟΣ
Transliteration A: phaántatos Transliteration B: phaantatos Transliteration C: faantatos Beta Code: faa/ntatos

English (LSJ)

η, ον, Epic Sup. of φαεινός, brightest, ἀστήρ Od. 13.93.

German (Pape)

[Seite 1249] unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très brillant, le plus brillant.
Étymologie: Sp. d'un adj. inus. de φαίνω.

English (Autenrieth)

sup. (root φαϝ): most brilliant, Od. 13.93†.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
(επικ. τ.) (υπερθ. του φαεινός) φωτεινότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. φαF-εν παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- του φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].

Russian (Dvoretsky)

φαάντᾰτος: [superl. к φαεινός
1) ярчайший (ἀστήρ Hom.);
2) перен. светлейший, пресветлый (βασιλεύς Anth.).

Middle Liddell

φαάντατος, η, ον [epic sup. of φαεινός
brightest, Od.