τενθρηδών: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />sorte d’abeille <i>ou</i> de guêpe, <i>litt.</i> « l’insecte suceur ».<br />'''Étymologie:''' [[τένθης]] -- DELG pas d’étym. claire.
|btext=όνος (ὁ) :<br />sorte d'abeille <i>ou</i> de guêpe, <i>litt.</i> « l’insecte suceur ».<br />'''Étymologie:''' [[τένθης]] -- DELG pas d'étym. claire.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:33, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενθρηδών Medium diacritics: τενθρηδών Low diacritics: τενθρηδών Capitals: ΤΕΝΘΡΗΔΩΝ
Transliteration A: tenthrēdṓn Transliteration B: tenthrēdōn Transliteration C: tenthridon Beta Code: tenqrhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of wasp that makes its nest in the earth, Arist.HA629a31, Dsc.5.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1091] όνος, ἡ, eine Bienen- od. Wespenart; Arist. H. A. 9, 43; Nic. Al. 199. Vgl. ἀνθρηδών u. πεμφρηδών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
sorte d'abeille ou de guêpe, litt. « l’insecte suceur ».
Étymologie: τένθης -- DELG pas d'étym. claire.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό της οικογένειας τενθρηδονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< τερ-θρη-δών, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -ν-) και επίθημα -ηδών (πρβλ. πεμφρηδών) συνδέεται πιθ. με τη λ. θρήνος και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος θρώναξ
κηφήν και επίσης με τα αρχ. ιδν. dhranati «αντηχώ» και γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Παράλληλα με τον τ. τενθρηδών μαρτυρείται και ο τ. τενθρήνη (πρβλ. ἀνθρήνη). Απίθανες, τέλος, φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. τένθης «λαίμαργος», όσο και με τον τ. τέρθρον «τέλος, τέρμα»].

Russian (Dvoretsky)

τενθρηδών: όνος ὁ земляная оса Arst.

Frisk Etymology German

τενθρηδών: -όνος
{tenthrēdṓn}
Grammar: f.
Meaning: Wespe, Waldbiene (Arist., Dsk.),
Derivative: -ήνη f. ib. (Nik.) mit -ήνιον n. ‘Nest der τ.’ (Arist.), -ην(ι)ώδης wabenähnlich, durchlöchert (Hp., Plu., Demokr. ap. Ael.; in der Überlieferung stark entstellt, z.T. zweifelhaft).
Etymology: S. ἀνθρηδών, ἀνθρήνη, auch πεμφρηδών, θρῆνος und τέρθρον.
Page 2,877