χαλκεγχής: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />à la lance | |btext=ής, ές :<br />à la lance d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[ἔγχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, A with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la lance d'airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν-εγχής].
Greek Monotonic
χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεγχής: вооруженный медным (бронзовым) копьем (Τρῶες Eur.).