ἀνείσφορος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />exempt | |btext=ος, ον :<br />exempt d'impôts.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἰσφορά]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.
German (Pape)
[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exempt d'impôts.
Étymologie: ἀ, εἰσφορά.
Spanish (DGE)
-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.
Greek Monolingual
ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.
Greek Monotonic
ἀνείσφορος: -ον, απαλλαγμένος από την εἰσφοράν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείσφορος: свободный от налогов Plut.