σκαπτήρ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaptir | |Transliteration C=skaptir | ||
|Beta Code=skapth/r | |Beta Code=skapth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, | |Definition=ῆρος, ὁ, [[digger]], <span class="bibl">Margites 2</span>, X.ap.Poll.<span class="bibl">7.148</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
German (Pape)
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].
Greek Monotonic
σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
Russian (Dvoretsky)
σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.