σιτιστής: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitistis | |Transliteration C=sitistis | ||
|Beta Code=sitisth/s | |Beta Code=sitisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ,= | |Definition=οῦ, ὁ,= [[fartor]], Gloss. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 23 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= fartor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 885] ὁ, = σιτευτής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτιστής: -οῦ, ὁ, = σιτευτής, Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ σιτίζω
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής.