χιονόχροος: Difference between revisions
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chionochroos | |Transliteration C=chionochroos | ||
|Beta Code=xiono/xroos | |Beta Code=xiono/xroos | ||
|Definition=ον, heterocl. acc. pl. <b class="b3">-χροας</b>, | |Definition=ον, heterocl. acc. pl. <b class="b3">-χροας</b>, [[snow-white]], μᾶζαι <span class="bibl">Philox.2.6</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, heterocl. acc. pl. -χροας, snow-white, μᾶζαι Philox.2.6.
German (Pape)
[Seite 1357] zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόχροος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ χιών, μετὰ ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, -ουν, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού, χιονόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χροος / -χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό-χροος / -χρους].