θεμείλια: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=themeilia | |Transliteration C=themeilia | ||
|Beta Code=qemei/lia | |Beta Code=qemei/lia | ||
|Definition=τά,= | |Definition=τά,= θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί <span class="bibl">Il. 12.28</span>; θ. τε προβάλοντο <span class="bibl">23.255</span>; <b class="b3">διέθηκε θ</b>. <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>254</span>; θ. καρτερὰ πήξας <span class="title">AP</span>9.808 (Cyrus), cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>260</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.680</span>: θέμειλα, <span class="title">Epigr.Gr.</span>1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, <span class="title">AP</span>9.649 (Maced.), <span class="bibl">14.115</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:45, 23 August 2022
English (LSJ)
τά,= θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; διέθηκε θ. h.Ap.254; θ. καρτερὰ πήξας AP9.808 (Cyrus), cf. Call.Del.260, Opp.H.5.680: θέμειλα, Epigr.Gr.1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, AP9.649 (Maced.), 14.115.
Greek (Liddell-Scott)
θεμείλια: τά = θέμεθλα, θεμείλια.., τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Μ. 28· θεμ. τε προβάλοντο Ψ. 255· διέθηκε θεμ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 254· θεμ. καρτερὰ πήξας Ἀνθ. Π. 9. 808· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 680. Καλλ. εἰς Δῆλ. 260. - Ὁ τύπος θέμειλα εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 270, κ. ἀλλ.· ἑνικ. θέμειλον Ἀνθ. Π. 9. 649., 14. 115. - Πρβλ. θεμέλιος.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
θεμείλια, τα (Α)
επικ. τ. αντί θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός].
Greek Monotonic
θεμείλια: τά, = θέμεθλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θεμείλια: τά Hom., HH, Anth. = θέμεθλα.