καρώ: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karo | |Transliteration C=karo | ||
|Beta Code=karw/ | |Beta Code=karw/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[caraway]], Dsc.3.57, <span class="bibl">Orib.3.2.3</span>: perhaps to be read in <span class="bibl">Ath. 9.371e</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 00:45, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perhaps to be read in Ath. 9.371e.
Greek Monolingual
(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, -η head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in -ώ seems Pre-Greek.
Frisk Etymology German
καρώ: {karṓ}
Grammar: f.
Meaning: Kümmel, Carum carvi (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);
Derivative: καρωτόν n. Karotte, Möhre (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. carota (Apic.).
Etymology: Wohl von κάρα, -η Kopf wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von κεφαλή (ähnlich Bq).
Page 1,796