μετανάστιος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metanastios | |Transliteration C=metanastios | ||
|Beta Code=metana/stios | |Beta Code=metana/stios | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[wandering]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.110</span>; Νύμφαι <span class="title">AP</span>9.814. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:15, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, wandering, Nonn.D.1.110; Νύμφαι AP9.814.
German (Pape)
[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστιος: -ον, πλανώμενος, πλάνης, Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μετανάστης.
Étymologie: μετανάστης.
Greek Monolingual
μετανάστιος, -ον (Α) μετανάστης
αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης.
Greek Monotonic
μετανάστιος: -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μετανάστιος: выселившийся, переселившийся (Νύμφαι Anth.).
Middle Liddell
μετανάστιος, ον [from μετανάστης
wandering, Anth.