μισθαρνητικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mistharnitikos
|Transliteration C=mistharnitikos
|Beta Code=misqarnhtiko/s
|Beta Code=misqarnhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[hired work]], [[mercenary]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>346b</span>, <span class="bibl">346d</span>; [[μισθαρνευτικόν]] is [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span> 222d</span>.</span>
|Definition=ή, όν, of or for [[hired work]], [[mercenary]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>346b</span>, <span class="bibl">346d</span>; [[μισθαρνευτικόν]] is [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span> 222d</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:26, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνητικός Medium diacritics: μισθαρνητικός Low diacritics: μισθαρνητικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnētikós Transliteration B: mistharnētikos Transliteration C: mistharnitikos Beta Code: misqarnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.R.346b, 346d; μισθαρνευτικόν is f.l. in Id.Sph. 222d.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, um Lohn dienend, ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγίειαν ποιεῖ, ἡ δὲ μισθαρνητικὴ μισθόν, Plat. Rep. I, 346 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνητικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον ἐπὶ μισθῷ ἡ -κή (δηλ. τέχνη) τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐπὶ μισθῷ ἐργαζομένου, Πλάτ. Πολ. 346Β. D· ἐν Σοφιστ. 222D, τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι: μισθαρνευτικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: μισθαρνέω.

Greek Monolingual

μισθαρνητικός, -ή, -όν (Α) μισθαρνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθαρνία, ο μισθοφορικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθαρνητική
επάγγελμα που αποφέρει μισθό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθαρνητικόν
το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.

Greek Monotonic

μισθαρνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το επάγγελμα κάποιου που παίρνει μισθό ή πληρωμή, μισθωτή εργασία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνητικός: касающийся найма или наемной платы, наемнический Plat.

Middle Liddell

μισθαρνητικός, ή, όν [from μισθάρνης
of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the trade of one who takes wages or pay, Plat. [from μισθαρνής]