ἐρωτηματικός: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erotimatikos | |Transliteration C=erotimatikos | ||
|Beta Code=e)rwthmatiko/s | |Beta Code=e)rwthmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[interrogative]], ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.11</span>; χρεῖαι <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Prog.</span>3</span>. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> Theo<span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1225</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, interrogative, ὄνομα D.T.636.11; χρεῖαι Hermog. Prog.3. Adv.-κῶς TheoProg.4, Sch.Ar.Nu.1225, etc.
German (Pape)
[Seite 1041] zur Frage gehörig, fragweise, λόγος, eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτηματικός: -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
interrogatif ; t. de gramm. τὸ ὄνομα ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.
Étymologie: ἐρώτημα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτημᾰτικός: грам. вопросительный (ὄνομα).