κατερώ: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>Πολυδ.</b><br />β. «εἰς | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>Πολυδ.</b><br />β. «εἰς ἀγγεῖον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατερῶ]], -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταγγέλλω]], [[κατηγορώ]] κάποιον («[[ἀλλά]] σφεα αὐτὸς ἐγὼ [[κατερέω]] πρὸς τὸν μάγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]] (α. «[[πόθεν]] κατερεῖν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[φανερά]], [[καθαρά]] («[[κατερῶ]] [[πρός]] γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i>, μέλλ. του [[λέγω]] ([[αγορεύω]] [[φημί]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:21, 24 August 2022
Greek Monolingual
(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῖον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].
(II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῖν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαρά («κατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].