ῥυσίς: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rysis | |Transliteration C=rysis | ||
|Beta Code=r(usi/s | |Beta Code=r(usi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=ίδος, ἡ, = [[ῥῠτόν]], [[varia lectio|v.l.]] for [[χρυσίς]] in <span class="bibl">Cratin.124</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:12, 24 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, v.l. for χρυσίς in Cratin.124.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, = ῥυτόν, φιάλη χρυσῆ, erkl. Ath. XI, 496 e mit einem Beispiel aus Cratin., ῥυσίδι σπένδων, wofür Piers. zu Moeris p. 462 unnöthig χρυσίς schreiben will.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠσίς: -ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, εἶδος ποτηρίου, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 7· ἀλλ’ ὁ Piers. (Μοῖρ. 412) ἀνέγνω χρυσίδι, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
είδος ποτηριού, ῥυτόν(
Greek Monolingual
(I)
(ῥύσις), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. ῥύτις, ἡ, Α
βλ. ῥύση.
(II)
(ῥῦσις), -ύσεως, ἡ, Α
σωτηρία, απελευθέρωση, απαλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + κατάλ. -σις (πρβλ. θύ-σις, λύ-σις)].