ἀσπαλιεύς: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (Text replacement - "\/" to "/") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ<br />[[pescador]] gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.<i>Th</i>.704, κατάγουσι [[δίκτυον]] ἀσπαλιῆες Opp.<i>H</i>.3.124, cf. 2.430, 3.29, <i>C</i>.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.<i>VH</i> 1.5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá deriv. de *[[ἄσπαλος]] c. un final que recuerda a [[ἁλιεύς]], rel. lat. <i>squalus</i>, aisl. <i>hvalr</i>, aprus. <i>kalis</i>, pero hay dificultad en cuanto al sent. | |dgtxt=(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ<br />[[pescador]] gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.<i>Th</i>.704, κατάγουσι [[δίκτυον]] ἀσπαλιῆες Opp.<i>H</i>.3.124, cf. 2.430, 3.29, <i>C</i>.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.<i>VH</i> 1.5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá deriv. de *[[ἄσπαλος]] c. un final que recuerda a [[ἁλιεύς]], rel. lat. <i>[[squalus]]</i>, aisl. <i>hvalr</i>, aprus. <i>kalis</i>, pero hay dificultad en cuanto al sent. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 1 September 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, = angler, fisherman sq., Nic.Th.704, Opp.H.3.29, al.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, der Fischer, Nic. ther. 704.
Spanish (DGE)
(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ
pescador gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.Th.704, κατάγουσι δίκτυον ἀσπαλιῆες Opp.H.3.124, cf. 2.430, 3.29, C.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.Par.Eu.Io.21.3
•de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.VH 1.5.
• Etimología: Quizá deriv. de *ἄσπαλος c. un final que recuerda a ἁλιεύς, rel. lat. squalus, aisl. hvalr, aprus. kalis, pero hay dificultad en cuanto al sent.
Greek Monolingual
ἀσπαλιεύς, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ. squalus, ονομασία ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. hvalr «φάλαινα», αρχ. πρωσ. kalis «γλανός» (είδος ψαριού του γλυκού νερού)», πράγμα που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. άσπαλος μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία υπόθεση ότι ο τ. προέρχεται από ανα- + σπάω οφείλεται σε παρετυμολογία].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: fisher (Nic.)
Other forms: ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας. Ἀθαμᾶνες H. Cf. ἄσπαλον· σκύτος H. (unrelated?).
Derivatives: ἀσπαλία τοῦ ἁλιέως ἐργασία (H.) for *ἀσπαλιεία? Cf. ἀσπαλίσαι ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι (AB 183).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. ἁλιεύς. Etym. unknown. Since Solmsen Wortforsch. 21 A. ἄσπαλος is compared with Lat. squalus name of a big fish, ON hvalr whale, which does not agree with Plato, Sph. 221c, who speaks of fishing with a line. Chantr. strangely doubts the connection ἀσπαλιεύς / ἄσπαλος. Quite improb. vW. - Rather with Huber, Comm. Aenip. 9, 21, a susbtr. word (but note that squalus too is non-IE).