περίδραξις: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίδραξις:''' εως ἡ схватывание, обхватывание Plut. | |elrutext='''περίδραξις:''' εως ἡ [[схватывание]], [[обхватывание]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, grasping with the hands, τινος Plu.2.392b, cf. 979d.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Umfassen mit den Händen, Plut. de εἰ ap. Delph. 18.
Greek (Liddell-Scott)
περίδραξις: ἡ, τὸ περιδράττεσθαι, Πλούτ. 2. 392Α, πρβλ. 979D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de saisir avec la main.
Étymologie: περιδράσσομαι.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ περιδράσσομαι
η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)
αρχ.
το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.
Russian (Dvoretsky)
περίδραξις: εως ἡ схватывание, обхватывание Plut.