непорочный: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀκέραιος]], [[παρθένος]], [[ἄσπιλος]], [[νηλειτής]], [[νηλεῖτις]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθιγής]], [[ἀνόθευτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀνεπίμομφος]], [[ἄβατος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[σώφρων]], [[σαόφρων]], [[αὐτοτέλεστος]], [[τελήεις]], [[εἰλικρινής]], [[ | |rueltext=[[ἀκέραιος]], [[παρθένος]], [[ἄσπιλος]], [[νηλειτής]], [[νηλεῖτις]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθιγής]], [[ἀνόθευτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀνεπίμομφος]], [[ἄβατος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[σώφρων]], [[σαόφρων]], [[αὐτοτέλεστος]], [[τελήεις]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινής]], [[ἁγνός]], [[εὐαγής]], [[τέλειος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 3 September 2022
Russian > Greek
ἀκέραιος, παρθένος, ἄσπιλος, νηλειτής, νηλεῖτις, ἀδιάφθορος, ἀθιγής, ἀνόθευτος, ἀπρόσκοπος, ἀνεπίμομφος, ἄβατος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀνεπίληπτος, σώφρων, σαόφρων, αὐτοτέλεστος, τελήεις, εἰλικρινής, εἰλικρινής, ἁγνός, εὐαγής, τέλειος