Λοξίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>propr.</i> « l’Oblique », <i>surnom d'Apollon à cause du sens équivoque de ses oracles ou de la marche oblique du soleil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>propr.</i> « l'Oblique », <i>surnom d'Apollon à cause du sens équivoque de ses oracles ou de la marche oblique du soleil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 09:56, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λοξίας Medium diacritics: Λοξίας Low diacritics: Λοξίας Capitals: ΛΟΞΙΑΣ
Transliteration A: Loxías Transliteration B: Loxias Transliteration C: Loksias Beta Code: *loci/as

English (LSJ)

ου, Ion. Λοξίης, εω, ὁ, epithet of Apollo, B.12.148, Hdt.1.91, A.Eu.19,al., S.OT410, Ar.Eq.1047, Pl.8, etc.; expld. because the Sun traverses the ecliptic (cf. II), Cleanth.Stoic.1.123; or from Apollo's 'crooked', i.e. ambiguous, oracles (cf. A λοξός 3), Corn.ND 32, etc. II (λοξός) the zodiac or ecliptic, from its obliquity to the equator, Anon.Intr.Arat.p.96 M.

Greek (Liddell-Scott)

Λοξίας: Ἰων. -ίης, εω, ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 91 καὶ Τραγ. - Κατὰ τύπον προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ λοξὸς καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἐπιθέτου τούτου εἰς τοὺς χρησμοὺς τοῦ Ἀπόλλωνος (ἴδε λοξὸς 3) φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ἡ ἐτυμολογία αὕτη ἦτο δεκτή. Ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. εἶναι ἀείποτε ἐπίθετ. τιμητικὸν (Διὸς προφήτης ἔστι Λοξίας πατρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 19, πρβλ. Θήβ. 618, Χο. 269, 952, 1039, Σοφ. Ο. Τ. 410, κτλ.)· καὶ ἡ χρῆσις παρομοίου ἐπιθέτου, Λοξώ, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καλλ. εἰς Δῆλ. 292 ἀντίκειται εἰς τὴν σημασίαν ταύτην τῆς λέξεως. Διὰ ταῦτα ὁ O. Müller προτείνει τὴν παραγωγὴν αὐτῆς ἐκ τοῦ λέγω, λόγος. ΙΙ. ὁ ζῳδιακὸς κύκλος ἢ ἡ ἐκλειπτική, ὡς ἐκ τῆς πλαγιότητος πρὸς τὸν ἰσημερινόν, Ἀχιλλ. Τατ. Εἰσαγ. εἰς Ἄρατ. σ. 169, πρβλ. Οἰνοπίδην παρὰ Μακροβ. 1. 17, 31.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. « l'Oblique », surnom d'Apollon à cause du sens équivoque de ses oracles ou de la marche oblique du soleil.
Étymologie: λοξός.

English (Slater)

Λοξίας title of Apollo.
1 ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας (P. 3.28) θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) ἄμμι δ' ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.49) μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ (Λοξία G-H.) (Pae. 6.60) ὁ [Λοξ]ίας πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 3.

Greek Monolingual

Λοξίας, ιων. τ. Λοξίης, ὁ (Α) λοξός
1. προσωνυμία του Απόλλωνος
2. ο ζωδιακός κύκλος ή η εκλειπτική λόγω της λοξότητας προς τον ισημερινό.

Greek Monotonic

Λοξίας: Ιων. Λοξίης, -εω, -ου, ὁ, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ηρόδ., Τραγ.· προέλ., είτε από το λοξός είτε από το λέγω, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

Λοξίᾱς: ου, ион. εω ὁ Локсий, «Извилистый», т. е. Запутанный в своих вещаниях (эпитет Аполлона) Aesch., Soph. etc.

Middle Liddell


epithet of Apollo, Hdt., Trag.;—either from λοξός, the ambiguous, or from λέγω, λόγος, the speaker.