βουφόνος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue <i>ou</i> immole des bœufs;<br /><b>2</b> où l’on immole des bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], πέφνειν.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue <i>ou</i> immole des bœufs;<br /><b>2</b> où l'on immole des bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], πέφνειν.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:05, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουφόνος Medium diacritics: βουφόνος Low diacritics: βουφόνος Capitals: ΒΟΥΦΟΝΟΣ
Transliteration A: bouphónos Transliteration B: bouphonos Transliteration C: voufonos Beta Code: boufo/nos

English (LSJ)

ον, ox-slaying, h.Merc. 436; θεράπων Simon. 172.4; πελέκεις DS. 4.12; — as substantive, priest, Paus. 1.28.10.
at or for which steers are slain, θοῖναι A. Pr. 531 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.

Greek (Liddell-Scott)

βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l'on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1matador de reses de Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.

Greek Monolingual

βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.

Greek Monotonic

βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βουφόνος:
1) убивающий быков (sc. Ἑρμῆς HH; πέλεκις Diod.);
2) сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.).

Middle Liddell

[*φένω
I. ox-slaying, ox-offering, Hhymn.
II. at or for which steers are slain, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουφόνος -ον βοῦς, φόνος waarbij runderen geslacht worden.