ἀναμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναμίξω, <i>ao.</i> ἀνέμιξα, <i>pf. inus.</i><br />mêler l’un à l’autre, mélanger, confondre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μίγνυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀναμίξω, <i>ao.</i> ἀνέμιξα, <i>pf. inus.</i><br />mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:50, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίγνυμι Medium diacritics: ἀναμίγνυμι Low diacritics: αναμίγνυμι Capitals: ΑΝΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anamígnymi Transliteration B: anamignymi Transliteration C: anamignymi Beta Code: a)nami/gnumi

English (LSJ)

v. ἀναμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίγνῡμι: καὶ -ύω, ποιητ. ἀμμίγνυμι, Βακχυλ. 26: ποιητ. ἀόρ. μετ. ἀμμίξας, Ἰλ. Ω. 529· πρβλ. ἀναμίσγω. Ἀναμιγνύω, συμμιγνύω, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν, ἀνέμιξαν, ἐν τμήσει, Ὀδ. Δ. 41· πάντα τὰ κρέα Ἡρόδ. 4. 26, καὶ Ἀττ., καμοί μἀναμίγνυσθαι (ὅ ἐ. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σὰς Εὐρ. Ἱκ. 591. ΙΙ. συχνάκις ἐν τῷ παθητ., ἀναμιγνύομαι μετ’ ἄλλων, πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715· τοῖσι … ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται Ἡρόδ. 1. 146· Κάδμου παισὶν ἀναμεμιγμέναι Εὐρ. Βάκχ. 37· πάντες ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4, 19· ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 48A, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8: - ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μάραγνα δ’ ἀμμεμίζεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ μέλαινα δ’ αὖ μεμίξεται) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1051. 2) ἑνοῦμαι μετὰ συνοδείας τινός, ὡς δὲ ἀνεμίχθημεν Δημ. 1259. 7: ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, Πλουτ. Νουμ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀναμείγνυμι.

Greek Monotonic

ἀναμίγνῡμι: και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίγνῡμι: v.l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
1) примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;
2) med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).

Middle Liddell


1. to mix up, mix together, Od., Hdt., etc.:—Pass. to be mixed with others, Hdt., attic: to have intercourse, Plut.
B. ἀναμίσγω, poet. and ionic for ἀναμίγνυμι, only in pres. and imperf.
1. to mix one thing with another, τί τινι Od.: —Pass. to have intercourse, τινι Hdt.