ἐκμεθύσκω: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à | |btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à l'excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μεθύσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 5 September 2022
English (LSJ)
make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
French (Bailly abrégé)
enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l'excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 emborrachar, fig. empapar excesivamente, encharcar τὰς ῥίζας Thphr.CP 5.15.3, λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου AP 5.4 (Phld.)
•en metáf. dar de beber hasta hartarse Λόγος ... ἦν ἡ πέτρα δεδιψηκότα τὸν Ἰσραὴλ τοῖς ... ἀδοκήτοις ἐκμεθύσκων νάμασι Cyr.Al.Inc.Unigen.711e.
2 fig. c. suj. abstr. ofuscar, atontar τρυφὴ ... κοσμικὴ ... ἐκμεθύσκει δεινῶς τὸν εἰσδεδεγμένον αὐτήν Cyr.Al.M.68.164B.
II intr. en v. med. emborracharse completamente Tz.Ex.35.18.
Greek Monolingual
ἐκμεθύσκω (AM)
κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς
αρχ.
1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω
2. γεμίζω τελείως με υγρό.
Greek Monotonic
ἐκμεθύσκω: μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα, διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμεθύσκω: досл. обильно поить вином, перен. обильно наливать (λύχνον ἐλαιηρῆς δρόσου Anth.).
Middle Liddell
fut. ύσω
to make quite drunk, to saturate with a thing, c. gen., Anth.