εξαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> μεταβάλλομαι, [[αποκλίνω]] (για τους ευνούχους) («[[ἑνός]] μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — [[αφού]] αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη [[μορφή]] τους, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[παράδοξος]], [[σπάνιος]] («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει [[χάριν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διασκεδάζω]], [[χαροποιώ]] («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)<br /><b>8.</b> [[κολακεύω]] («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).
|mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> μεταβάλλομαι, [[αποκλίνω]] (για τους ευνούχους) («[[ἑνός]] μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — [[αφού]] αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη [[μορφή]] τους, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[παράδοξος]], [[σπάνιος]] («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει [[χάριν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διασκεδάζω]], [[χαροποιώ]] («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)<br /><b>8.</b> [[κολακεύω]] («τοῖς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾶς»).
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 9 September 2022

Greek Monolingual

ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω αλλάσσω
αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)
2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», Ευρ.)
3. απομακρύνω από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», Θουκ.)
4. μεταβάλλομαι, αποκλίνω (για τους ευνούχους) («ἑνός μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — αφού αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη μορφή τους, Αριστοτ.)
5. είμαι παράδοξος, σπάνιος («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει χάριν», Ευρ.)
6. δίνω άλλη κατεύθυνση σε κάτι
7. διασκεδάζω, χαροποιώ («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)
8. κολακεύω («τοῖς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾶς»).