κάππαρις: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
||
Line 49: | Line 49: | ||
Το φυτό είναι γνωστό για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) (κάππαρη), που χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα και τους καρπούς (μούρα κάππαρης), από τα οποία και τα δύο συνήθως καταναλώνονται τουρσί. Άλλα είδη του είδους κάππαρις (Capparis), επίσης συλλέγονται μαζί όπως η Κ. η ακανθώδης (C. spinosa) για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους καρπούς τους. Άλλα μέρη του είδους Κάππαρις (Capparis), χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών. | Το φυτό είναι γνωστό για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) (κάππαρη), που χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα και τους καρπούς (μούρα κάππαρης), από τα οποία και τα δύο συνήθως καταναλώνονται τουρσί. Άλλα είδη του είδους κάππαρις (Capparis), επίσης συλλέγονται μαζί όπως η Κ. η ακανθώδης (C. spinosa) για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους καρπούς τους. Άλλα μέρη του είδους Κάππαρις (Capparis), χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών. | ||
= | {{trml | ||
af: kapper; ar: قبار; arz: قبار; azb: تیکانلی کور; az: tikanlı kəvər; be_x_old: капэрсы; be: каперсы калючыя; bg: бодлив каперс; bs: kapar; ca: taperera; cs: kapara trnitá; da: kapers; de: Echter Kapernstrauch; el: κάππαρις η ακανθώδης; en: caper; eu: kaparrondo; fa: کبر; fi: kapris; fr: câprier; ga: capras; gl: alcaparra; gu: કેરડા; he: צלף קוצני; hr: trnoviti kapar; hsb: wšědny kaporowc; ht: kapris; hu: tövises kapri; hy: կապար փշավոր; id: kaper; ja: ケッパー; jv: caper; kab: tilulat; kk: кеуел; ko: 케이퍼; ku: kember; lt: dygliuotasis kaparis; ml: ചെറുകരീരം; mni: ꯎꯂꯤꯂꯩ; ms: kaper; my: ကျွဲနှာခေါင်းချိတ်; ne: बाघनङ्ग्रे; nl: kappertjesplant; nn: kapers; no: kapers; pih: kapa; pl: kapary cierniste; pt: alcaparra; ro: caper; ru: каперсы колючие; sh: kapar; simple: caper; sl: navadni kaprovec; sq: kapra; sr: капар; tr: gebre otu; uk: каперці трав'яні; wuu: 续随子; zh: 續隨子 | |trtx=af: kapper; ar: قبار; arz: قبار; azb: تیکانلی کور; az: tikanlı kəvər; be_x_old: капэрсы; be: каперсы калючыя; bg: бодлив каперс; bs: kapar; ca: taperera; cs: kapara trnitá; da: kapers; de: Echter Kapernstrauch; el: κάππαρις η ακανθώδης; en: caper; eu: kaparrondo; fa: کبر; fi: kapris; fr: câprier; ga: capras; gl: alcaparra; gu: કેરડા; he: צלף קוצני; hr: trnoviti kapar; hsb: wšědny kaporowc; ht: kapris; hu: tövises kapri; hy: կապար փշավոր; id: kaper; ja: ケッパー; jv: caper; kab: tilulat; kk: кеуел; ko: 케이퍼; ku: kember; lt: dygliuotasis kaparis; ml: ചെറുകരീരം; mni: ꯎꯂꯤꯂꯩ; ms: kaper; my: ကျွဲနှာခေါင်းချိတ်; ne: बाघनङ्ग्रे; nl: kappertjesplant; nn: kapers; no: kapers; pih: kapa; pl: kapary cierniste; pt: alcaparra; ro: caper; ru: каперсы колючие; sh: kapar; simple: caper; sl: navadni kaprovec; sq: kapra; sr: капар; tr: gebre otu; uk: каперці трав'яні; wuu: 续随子; zh: 續隨子 | ||
}} |
Revision as of 15:14, 10 September 2022
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, caper-plant, Capparis spinosa, or its fruit, caper, Hp.Fist.10 (v.l. καπαρ-), Arist.Pr.924a1, Antiph.62, Timocl. 23, Alex.127.6, Thphr.HP6.5.2, PCair.Zen.488 (iii B.C.), LXXEc. 12.5, Dsc.2.173, etc.; ὁ Ζήνων ὤμνυε τὴν κ. Empedusap.Ath.9.370c.
German (Pape)
[Seite 1324] εως, ἡ, der Kapernstrauch u. seine Frucht, die Kapern; Hippocr. u. Theophr.; Ath. XIII, 567 e.
Greek (Liddell-Scott)
κάππαρις: -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· ἐντεῦθεν εν τῷ ὑποκορ. ἡ παροιμία, πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ ῥίζα αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
câprier, plante ; câpre.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
Greek Monotonic
κάππᾰρις: -εως, ἡ, το φυτό κάππαρη ή ο καρπός της κάππαρης, Λατ. capparis, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κάππαρις: εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht).
Frisk Etymological English
-εως, -ιος
Grammatical information: f.
Meaning: caper-plant, Capparis spinosa (Hp., Arist.);
Derivatives: Diminut. καπ(π)άριον (pap.). - From it κάππαρος m. a fish (PCair. Zen. 83, IIIa); after the preparation, s. Strömberg Fischnamen 88.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Berger connected (Kultupfl. 13ff) the word with NPers. kabar `id and Burušaski čopuri, čopǝri.
Middle Liddell
κάππᾰρις, εως
the caper-plant, or its fruit, the caper, Lat. capparis, Arist. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κάππαρις: -εως, -ιος
{kápparis}
Grammar: f.
Meaning: Kaper, Capparis spinosa (Hp., mittl. Kom., Arist., Pap. usw.);
Derivative: Deminutivum καπ(π)άριον (Pap. u. a.). — Davon κάππαρος m. Fischname (PCair. Zen. 83, IIIa); nach der Bereitung, s. Strömberg Fischnamen 88.
Etymology: Herkunft unbekannt.
Page 1,782
Wikipedia EN
Capparis spinosa, the caper bush, also called Flinders rose, is a perennial plant that bears rounded, fleshy leaves and large white to pinkish-white flowers.
The plant is best known for the edible flower buds (capers), used as a seasoning, and the fruit (caper berries), both of which are usually consumed pickled. Other species of Capparis are also picked along with C. spinosa for their buds or fruits. Other parts of Capparis plants are used in the manufacture of medicines and cosmetics.
Capparis spinosa is native to almost all the circum-Mediterranean countries, and is included in the flora of most of them, but whether it is indigenous to this region is uncertain. The family Capparaceae could have originated in the tropics, and later spread to the Mediterranean basin.
The taxonomic status of the species is controversial and unsettled. Species within the genus Capparis are highly variable, and interspecific hybrids have been common throughout the evolutionary history of the genus. As a result, some authors have considered C. spinosa to be composed of multiple distinct species, others that the taxon is a single species with multiple varieties or subspecies, or that the taxon C. spinosa is a hybrid between C. orientalis and C. sicula.
Wikipedia EL
Η κάππαρις η ακανθώδης (Λατινική ονομασία: Capparis spinosa) είναι πολυετές (perennial) φυτό που φέρει στρογγυλεμένα, σαρκώδη φύλλα και μεγάλα λευκά προς ροζ-λευκά άνθη.
Το φυτό είναι γνωστό για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) (κάππαρη), που χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα και τους καρπούς (μούρα κάππαρης), από τα οποία και τα δύο συνήθως καταναλώνονται τουρσί. Άλλα είδη του είδους κάππαρις (Capparis), επίσης συλλέγονται μαζί όπως η Κ. η ακανθώδης (C. spinosa) για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους καρπούς τους. Άλλα μέρη του είδους Κάππαρις (Capparis), χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών.
Translations
af: kapper; ar: قبار; arz: قبار; azb: تیکانلی کور; az: tikanlı kəvər; be_x_old: капэрсы; be: каперсы калючыя; bg: бодлив каперс; bs: kapar; ca: taperera; cs: kapara trnitá; da: kapers; de: Echter Kapernstrauch; el: κάππαρις η ακανθώδης; en: caper; eu: kaparrondo; fa: کبر; fi: kapris; fr: câprier; ga: capras; gl: alcaparra; gu: કેરડા; he: צלף קוצני; hr: trnoviti kapar; hsb: wšědny kaporowc; ht: kapris; hu: tövises kapri; hy: կապար փշավոր; id: kaper; ja: ケッパー; jv: caper; kab: tilulat; kk: кеуел; ko: 케이퍼; ku: kember; lt: dygliuotasis kaparis; ml: ചെറുകരീരം; mni: ꯎꯂꯤꯂꯩ; ms: kaper; my: ကျွဲနှာခေါင်းချိတ်; ne: बाघनङ्ग्रे; nl: kappertjesplant; nn: kapers; no: kapers; pih: kapa; pl: kapary cierniste; pt: alcaparra; ro: caper; ru: каперсы колючие; sh: kapar; simple: caper; sl: navadni kaprovec; sq: kapra; sr: капар; tr: gebre otu; uk: каперці трав'яні; wuu: 续随子; zh: 續隨子