κύλον: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύλον:''' τό нижнее веко (ср. [[κυλοιδιάω]]). | |elrutext='''κύλον:''' τό [[нижнее веко]] (ср. [[κυλοιδιάω]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 13 September 2022
English (LSJ)
τό, v. κύλα.
German (Pape)
[Seite 1529] s. κύλα.
Greek (Liddell-Scott)
κύλον: τό, ἴδε κύλα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.
Greek Monolingual
κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.
Russian (Dvoretsky)
κύλον: τό нижнее веко (ср. κυλοιδιάω).