δισχίλιοι: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dischilioi | |Transliteration C=dischilioi | ||
|Beta Code=disxi/lioi | |Beta Code=disxi/lioi | ||
|Definition=[<b class="b3">χῑ], αι, α,</b> Aeol. δισχέλιοι Alc.<span class="title">Supp.</span>22.2:—[[two thousand]], <span class="bibl">Hdt.2.44</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>660</span>, Pl.[[Criti]],118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν <span class="title">IG</span>12.1085: sg., <b class="b3">δισχίλιος, α, ον,</b> with collective Nouns, e. g. ἵππος <span class="bibl">Hdt.7.158</span>. | |Definition=[<b class="b3">χῑ], αι, α,</b> Aeol. δισχέλιοι Alc.<span class="title">Supp.</span>22.2:—[[two thousand]], <span class="bibl">Hdt.2.44</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>660</span>, Pl. [[Criti]],118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν <span class="title">IG</span>12.1085: sg., <b class="b3">δισχίλιος, α, ον,</b> with collective Nouns, e. g. ἵππος <span class="bibl">Hdt.7.158</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 21 September 2022
English (LSJ)
[χῑ], αι, α, Aeol. δισχέλιοι Alc.Supp.22.2:—two thousand, Hdt.2.44, Ar.V.660, Pl. Criti,118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν IG12.1085: sg., δισχίλιος, α, ον, with collective Nouns, e. g. ἵππος Hdt.7.158.
German (Pape)
[Seite 644] αι, α, zweitausend; Plat. Critia. 118 a; bei Collectivis auch im sing, z. B. δισχιλίη ἵππος, Her. 7, 158.
Greek (Liddell-Scott)
δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 44, κτλ.· ποιητ. δισχίλοις ἀνδραπόδεσσιν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 26. 7· -ἑνικ. δισχίλιος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, π.χ. ἵππος Ἡρόδ. 7. 158.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
deux mille ; au sg. δισχιλίη (ion.) ἵππος HDT troupe de 2 000 cavaliers.
Étymologie: δίς, χίλιοι.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Alolema(s): δισχίλοι IG 13.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι SEG 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. δισχείλιοι Schwyzer 688C.18 (Quíos V a.C.), IG 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), ISmyrna 236b.14 (I d.C.), IEphesos 2211B.4 (imper.), IAphrodisias 3.51.7 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [sg. -ος, -α, -ον LXX 1Ma.9.4, Is.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]
dos mil δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκαν Alc.l.c., cf. Paus.10.38.13, ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλια Hdt.2.44, τάλαντα Ar.V.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.AI 14.105, Plu.Alex.42, cf. Ar.Fr.102, Lys.19.59, IAphrodisias l.c., ἀνδράποδα IG l.c., στάδια Pl.Criti.118a, οἴνου κεράμια X.An.6.2.3, ἀνδριάντες Plb.5.9.3, ἱππεῖς Plb.2.24.4, νῆες D.S.3.44, (χοῖροι) Eu.Marc.5.13, χόρτου δέσμαι POxy.3646.11 (III/IV d.C.), (ἄνθρωποι) A.Andr.Gr.60
•αἱ δ. (sc. δραχμαί) las dos mil dracmas ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίας Ach.Tat.5.17.5
•tb. c. sg. colect. dos mil δ. ἵππος Hdt.l.c., LXX ll.cc.
English (Strong)
from δίς and χίλιοι; two thousand: two thousand.
English (Thayer)
δισχίλιαι, δισχίλια, two thousand: Herodotus down.)
Greek Monolingual
δισχίλιοι, -αι, -α (AM)
1. δύο χιλιάδες
2. (στον εν. με περιληπτικά ονόματα) «παρεχόμενος... δισχιλίην ἵππον» — δύο χιλιάδες άλογα.
Greek Monotonic
δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, σε Ηρόδ.· ενικ. με περιληπτικά ονόματα, δισχιλίη ἵππος, δύο χιλιάδες άλογα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δισχίλιοι: (ῑ) две тысячи Arph., Plat., Plut.: δισχιλίη ἵππος Her. отряд в две тысячи всадников.
Middle Liddell
adj
two thousand, Hdt.:—sg. with collective nouns, δισχιλίη ἵππος 2000 horse, Hdt.
Chinese
原文音譯:disc⋯lioi 笛士-希利哀
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:二-千
字義溯源:二千;由(δίς)=兩次)與(χίλιοι)*=一千)組成;而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 二千(1) 可5:13