ὠμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὠμάδιος
|Full diacritics=ὠμᾰ́διος
|Medium diacritics=ὠμάδιος
|Medium diacritics=ὠμάδιος
|Low diacritics=ωμάδιος
|Low diacritics=ωμάδιος

Revision as of 10:10, 22 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμᾰ́διος Medium diacritics: ὠμάδιος Low diacritics: ωμάδιος Capitals: ΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ōmádios Transliteration B: ōmadios Transliteration C: omadios Beta Code: w)ma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus, A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠμάδιοι χοροί dances in his honour, IG14.2138. 2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4. II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn.D.1.34, 13.308, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῖσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].