Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐλογοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐλογοφανής]], -ές)<br />ο επιφανειακά [[γνήσιος]] ή [[ειλικρινής]], ο [[αληθοφανής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλογοφανώς</i> (Μ εὐλογοφανῶς)<br />με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύλογος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[εμφανής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐλογοφανής]], -ές)<br />ο επιφανειακά [[γνήσιος]] ή [[ειλικρινής]], ο [[αληθοφανής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ευλογοφανώς]]</i> (Μ [[εὐλογοφανῶς]])<br />με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύλογος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[εμφανής]]].
}}
}}

Revision as of 09:44, 25 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλογοφᾰνής Medium diacritics: εὐλογοφανής Low diacritics: ευλογοφανής Capitals: ΕΥΛΟΓΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: eulogophanḗs Transliteration B: eulogophanēs Transliteration C: evlogofanis Beta Code: eu)logofanh/s

English (LSJ)

ές, seeming probable, Doxop.in Rh.2.316 W., Sch. S.OC761.

German (Pape)

[Seite 1079] ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογοφανής: -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον εὔλογος, Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐλογοφανής, -ές)
ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής.
επίρρ...
ευλογοφανώςεὐλογοφανῶς)
με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, εμφανής].