ωκύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και [[ὠκύς]] Μ<br />([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως) [[ταχύς]], γρήγορος, [[ευκίνητος]] («τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη [[πόδας]] [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) [[ταχύπτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[ταχύπλοος]]<br /><b>3.</b> (για [[βέλος]]) [[ὠκύπορος]]<br /><b>4.</b> [[οξύς]] («ὠκὺ [[νόημα]]», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>5.</b> αυτός που τελείται [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> [[καυστικός]] («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διαπεραστικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκύ</i><br />α) η [[ταχύτητα]]<br />β) η [[οξύτητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὠκέως]] Α<br />με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]] («χερσὶ καθέλεν.. [[ὠκέως]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠκύς]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ō</i><i>ku</i>-<i>s</i> και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šu</i>- και αβεστ. <i>ā</i><i>su</i>-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. [[ὤκιστος]] αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šis tha</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>sišta</i>-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού <i>ō</i><i>cior</i> αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού <i>ὠκίων</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. <i>ὠκύτερος</i>. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της οικογένειας του [[ὠκύς]] «[[ταχύς]], γρήγορος» [[αλλά]] και «[[οξύς]]» με τη [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[οξύς]] [[αιχμηρός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>accipiter</i> «[[ταχύπτερος]]»), <b>βλ.</b> και λ. [[οξύς]]].
|mltxt=-εῖα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και [[ὠκύς]] Μ<br />([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως) [[ταχύς]], γρήγορος, [[ευκίνητος]] («τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη [[πόδας]] [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) [[ταχύπτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[ταχύπλοος]]<br /><b>3.</b> (για [[βέλος]]) [[ὠκύπορος]]<br /><b>4.</b> [[οξύς]] («ὠκὺ [[νόημα]]», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>5.</b> αυτός που τελείται [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> [[καυστικός]] («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διαπεραστικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκύ</i><br />α) η [[ταχύτητα]]<br />β) η [[οξύτητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὠκέως]] Α<br />με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]] («χερσὶ καθέλεν.. [[ὠκέως]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠκύς]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ō</i><i>ku</i>-<i>s</i> και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šu</i>- και αβεστ. <i>ā</i><i>su</i>-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. [[ὤκιστος]] αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šis tha</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>sišta</i>-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού <i>ō</i><i>cior</i> αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού <i>ὠκίων</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. <i>ὠκύτερος</i>. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της οικογένειας του [[ὠκύς]] «[[ταχύς]], γρήγορος» [[αλλά]] και «[[οξύς]]» με τη [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[οξύς]] [[αιχμηρός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>accipiter</i> «[[ταχύπτερος]]»), <b>βλ.</b> και λ. [[οξύς]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 27 September 2022

Greek Monolingual

-εῖα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ
(ιδίως ως προσωνυμία του Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πτηνό) ταχύπτερος
2. (για πλοίο) ταχύπλοος
3. (για βέλος) ὠκύπορος
4. οξύς («ὠκὺ νόημα», Ύμν. Ερμ.)
5. αυτός που τελείται γρήγορα
6. καυστικός («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», Ανθ. Παλ.)
7. διαπεραστικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκύ
α) η ταχύτητα
β) η οξύτητα.
επίρρ...
ὠκέως Α
με ταχύτητα, γρήγορα («χερσὶ καθέλεν.. ὠκέως», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠκύς ανάγεται σε ΙΕ τ. ōku-s και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšu- και αβεστ. āsu-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. ὤκιστος αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšis tha και αβεστ. āsišta-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού ōcior αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού ὠκίων, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. ὠκύτερος. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η σύνδεση της οικογένειας του ὠκύς «ταχύς, γρήγορος» αλλά και «οξύς» με τη ρίζα ak- «οξύς αιχμηρός» (πρβλ. λατ. accipiter «ταχύπτερος»), βλ. και λ. οξύς].