συγκυρώ: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ<br />(για γεγονότα και συμβάντα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συναντώμαι [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῖς συγκυρήσασα πάθεσι», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[εὐτυχία]] συγκυρεῖν», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ. όπως και το ρ. [[τυγχάνω]]) συμβαίνει να [[είμαι]], [[τυχαίνω]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[είμαι]] όμορος, [[γειτνιάζω]] με κάποιον<br /><b>5.</b> υπάγομαι, [[ανήκω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) <i>συνεκύρησε</i><br />(ενν. [[γενέσθαι]]) συνέπεσε, έγινε [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> (Ι) «[[συναντώ]] τυχαία, [[αποκτώ]], [[συμβαίνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[επιτρέπω]] ή [[επιδοκιμάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> / -<i>ώνω</i> «[[επικυρώνω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ<br />(για γεγονότα και συμβάντα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συναντώμαι [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῖς συγκυρήσασα πάθεσι», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[εὐτυχία]] συγκυρεῖν», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ. όπως και το ρ. [[τυγχάνω]]) συμβαίνει να [[είμαι]], [[τυχαίνω]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[είμαι]] όμορος, [[γειτνιάζω]] με κάποιον<br /><b>5.</b> υπάγομαι, [[ανήκω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) <i>συνεκύρησε</i><br />(ενν. [[γενέσθαι]]) συνέπεσε, έγινε [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> (Ι) «[[συναντώ]] τυχαία, [[αποκτώ]], [[συμβαίνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[επιτρέπω]] ή [[επιδοκιμάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> / -<i>ώνω</i> «[[επικυρώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 27 September 2022
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῖς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῖν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].
(II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].