συμβίωση: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.