θεοβλάβεια: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεοβλάβεια:''' (λᾰ) ἡ помешанность, безумие Aeschin. | |elrutext='''θεοβλάβεια:''' (λᾰ) ἡ [[помешанность]], [[безумие]] Aeschin. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θεοβλάβεια]], ἡ, [from θεοβλᾰβής]<br />[[madness]], [[blindness]], Aeschin. | |mdlsjtxt=[[θεοβλάβεια]], ἡ, [from θεοβλᾰβής]<br />[[madness]], [[blindness]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:33, 30 September 2022
English (LSJ)
[βλᾰ], ἡ, infatuation sent by the gods, madness, Aeschin. 3.133, D.H.1.24, D.C.44.8 (-ία codd.).
German (Pape)
[Seite 1195] ἡ, Zustand eines θεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ θεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch θεοβλαβία D. Cass. 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θεοβλάβεια: ἡ, ἡ κατάστασις ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, τύφλωσις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
démence envoyée par la divinité.
Étymologie: θεοβλαβής.
Greek Monolingual
θεοβλάθεια, ἡ (Α) θεοβλαβής
παραφροσύνη, τύφλωση του νου σταλμένη ως τιμωρία από κάποιον θεό.
Greek Monotonic
θεοβλάβεια: ἡ, μανία, τρέλα, τύφλωση των φρενών, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
θεοβλάβεια: (λᾰ) ἡ помешанность, безумие Aeschin.
Middle Liddell
θεοβλάβεια, ἡ, [from θεοβλᾰβής]
madness, blindness, Aeschin.