διασκεδασμός: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaskedasmo/s | |Beta Code=diaskedasmo/s | ||
|Definition=ὁ, [[scattering]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]]. | |Definition=ὁ, [[scattering]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[dispersión]] Eus.<i>Is</i>.6.12, M.23.684C<br /><b class="num">•</b>[[eliminación]], [[acción de disipar]] ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ. | |lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων. | |mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, scattering, Hsch. s.v. φαραά.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
dispersión Eus.Is.6.12, M.23.684C
•eliminación, acción de disipar ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.
German (Pape)
[Seite 602] ὁ, Zerstreuung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεδασμός: ὁ, διασκορπισμός, διασπορά, Ἡσύχ. ἐν λ. φαραά· ‒ διασκεδαστής, οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.
Greek Monolingual
ο (AM διασκεδασμός)
1. διασπορά, διασκορπισμός
νεοελλ.
(οπτ.) «διασκεδασμός του φωτός» — ανάλυση του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.