ἀνάχωμα: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)na/xwma
|Beta Code=a)na/xwma
|Definition=ατος, τό, [[dike]], [[dam]], Aristeas301, Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνδηρα]]; cf. [[ἀνάχωσμα]].
|Definition=ατος, τό, [[dike]], [[dam]], Aristeas301, Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνδηρα]]; cf. [[ἀνάχωσμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάχωμα''': τό, [[ἄνδηρον]], «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.
|lstext='''ἀνάχωμα''': τό, [[ἄνδηρον]], «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από [[χώμα]], [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> [[λάκκος]] ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με [[συσσώρευση]] χώματος.
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από [[χώμα]], [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> [[λάκκος]] ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με [[συσσώρευση]] χώματος.
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχωμα Medium diacritics: ἀνάχωμα Low diacritics: ανάχωμα Capitals: ΑΝΑΧΩΜΑ
Transliteration A: anáchōma Transliteration B: anachōma Transliteration C: anachoma Beta Code: a)na/xwma

English (LSJ)

ατος, τό, dike, dam, Aristeas301, Harp. s.v. ἄνδηρα; cf. ἀνάχωσμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό dique, presa Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.

German (Pape)

[Seite 215] τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχωμα: τό, ἄνδηρον, «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.

Greek Monolingual

το
1. σωρός από χώμα, πρόχωμα
2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος.