ἀπεκλέγομαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pekle/gomai | |Beta Code=a)pekle/gomai | ||
|Definition=[[pick out and reject]], Dsc.1.7, <span class="bibl">Antip.Stoic.3.252</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.40</span>. | |Definition=[[pick out and reject]], Dsc.1.7, <span class="bibl">Antip.Stoic.3.252</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.40</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[desechar]] de una planta ἣν [[δεῖ]] ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.<i>Stoic</i>.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.29, cf. Arr.<i>Epict</i>.4.7.40. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεκλέγομαι''': μέσ. [[διαλέγω]] καὶ [[ἀπορρίπτω]] τὰ μὴ καλά, [[ἀποχωρίζω]], τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25). | |lstext='''ἀπεκλέγομαι''': μέσ. [[διαλέγω]] καὶ [[ἀπορρίπτω]] τὰ μὴ καλά, [[ἀποχωρίζω]], τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπεκλέγομαι]] (Α)<br />[[ξεδιαλέγω]], [[αποχωρίζω]] τα άχρηστα ή τα περιττά. | |mltxt=[[ἀπεκλέγομαι]] (Α)<br />[[ξεδιαλέγω]], [[αποχωρίζω]] τα άχρηστα ή τα περιττά. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 1 October 2022
English (LSJ)
pick out and reject, Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.Epict.4.7.40.
Spanish (DGE)
desechar de una planta ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.Stoic.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.29, cf. Arr.Epict.4.7.40.
German (Pape)
[Seite 285] beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλέγομαι: μέσ. διαλέγω καὶ ἀπορρίπτω τὰ μὴ καλά, ἀποχωρίζω, τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25).
Greek Monolingual
ἀπεκλέγομαι (Α)
ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά.