ἀπαράδεκτος: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)para/dektos | |Beta Code=a)para/dektos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inadmissible]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>17</span> (<b class="b3">-δεικτον</b> Pap.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>59.18</span>,al.; [[unacceptable]], Olymp.Hist.<span class="bibl">p.465</span> D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[not receiving]] or [[admitting]], c. gen., μαθημάτων <span class="bibl">Memn.2.2</span>; [<b class="b3">τῶν ἀγαθῶν</b>] Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>42 (dub. rest.); τέχνης <span class="bibl">Ph.1.311</span>; διαβολῆς <span class="title">Stoic.</span>3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>16.18</span>,al.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inadmissible]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>17</span> (<b class="b3">-δεικτον</b> Pap.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>59.18</span>,al.; [[unacceptable]], Olymp.Hist.<span class="bibl">p.465</span> D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[not receiving]] or [[admitting]], c. gen., μαθημάτων <span class="bibl">Memn.2.2</span>; [<b class="b3">τῶν ἀγαθῶν</b>] Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>42 (dub. rest.); τέχνης <span class="bibl">Ph.1.311</span>; διαβολῆς <span class="title">Stoic.</span>3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>16.18</span>,al.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadmisible]], [[inaceptable]] ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad</i> Phld.<i>Sign</i>.17.23, cf. A.D.<i>Synt</i>.59.18, Olymp.Hist.p.465.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite]], [[incapaz de admitir]] c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios</i> Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.<i>D</i>.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.153<br /><b class="num">•</b>gram. [[que no admite]] τῶν ἄρθρων A.D.<i>Synt</i>.16.18.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desfavorablemente]] ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto</i> Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | |lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]]. | |mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀπαράδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να παραδεχθεί, ο [[οποίος]] απορρίπτεται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η [[έλλειψη]] βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες<br /><b>2.</b> μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, [[επειδή]] δεν τηρήθηκε [[κάποιος]] [[δικονομικός]] [[κανόνας]], με [[αποτέλεσμα]] να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην [[εξέταση]] της ουσίας της υπόθεσης<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπίδεκτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:43, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A inadmissible, Phld.Sign.17 (-δεικτον Pap.), A.D.Synt.59.18,al.; unacceptable, Olymp.Hist.p.465 D. II Act., not receiving or admitting, c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.D.3Fr.42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς Stoic.3.153; especially in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inadmisible, inaceptable ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad Phld.Sign.17.23, cf. A.D.Synt.59.18, Olymp.Hist.p.465.
2 que no admite, incapaz de admitir c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.D.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.Stoic.3.153
•gram. que no admite τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18.
II adv. -ως desfavorablemente ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
German (Pape)
[Seite 279] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράδεκτος: -ον, ὁ μὴ δεκτός, Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων Μέμνων σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀπαράδεκτος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες
2. μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, επειδή δεν τηρήθηκε κάποιος δικονομικός κανόνας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης
αρχ.
ο ανεπίδεκτος.