ἀποκτίννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pokti/nnumi
|Beta Code=a)pokti/nnumi
|Definition=v. [[ἀποκτείνυμι]].
|Definition=v. [[ἀποκτείνυμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀποκτείνυμι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[ἀποκτείνω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[ἀποκτείνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀποκτείνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκτίννυμι Medium diacritics: ἀποκτίννυμι Low diacritics: αποκτίννυμι Capitals: ΑΠΟΚΤΙΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apoktínnymi Transliteration B: apoktinnymi Transliteration C: apoktinnymi Beta Code: a)pokti/nnumi

English (LSJ)

v. ἀποκτείνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀποκτείνυμι.

German (Pape)

[Seite 309] (die alten Gramm. ziehen ἀποκτίνυμι vor, s. B. A. p. 29), nur praes. u. impf., = ἀποκτείνω, Plat. Polit. 298 b Phaed. 61 e 62 c u. sonst bei Plat. häufiger als die gew. Form. Auch Redner, Lys. 20, 8 Dem. Lept. 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκτίννῡμι: ἢ -κτίνῡμι, (Α. Β, 29), = ἀποκτείνω, εἶναι ὁ συνηθέστερος τύπος τοῦ ἐνεστῶτος παρὰ Πλάτ., γ΄ ἑν -κτίννῡσι, Κρατῖνος ἐν «Βουκόλοις» 3, Πλάτ. Γοργ. 469A, α΄ πληθ. -κτίννῡμεν, αὐτόθι 468B, γ΄ πληθ. -ύᾱσι (ἴδε κατωτ.), ὑποτακτ. -ύῃ, Πολ. 565E· εὐκτ. -ύοι, Φαίδων 62C· ἀπαρ. -ύναι Λυσ. 120, 38, Πλάτ. Φαίδων 58B, κτλ., μετοχ. -ὺς Κρίτων 48C, κτλ. Ὁ ἐνεστὼς ἀποκτιννύω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες γράφουσιν ἀποκτιννύασι ἀντὶ -ουσι, ἐν Πλάτ. Γοργ. 466C καὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, πρβλ. Ἀν. 6. 3, 5· γ΄ πληθ. παρατ. ἀπεκτίννυσαν ἀντὶ -υον, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 2, 43, πρβλ. Ἀν. 6. 5, 28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
ἀποκτείνω.

Greek Monolingual

κ. -κτίνυμι κ. -κτιννύω
αποκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκτίννῡμι: ἀποκτιννύω Xen., Plat. = ἀποκτείνω.

Middle Liddell

= ἀποκτείνω.]
to kill Plat., Xen.