Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀριθμητής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)riqmhth/s
|Beta Code=a)riqmhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[calculator]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Just.</span>373b</span>.
|Definition=οῦ, ὁ, [[calculator]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Just.</span>373b</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[calculador]], [[contador]] Pl.<i>Iust</i>.373b, op. [[γεωμέτρης]] Hippol.<i>Haer</i>.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.<i>Coll</i>.14.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριθμητής''': -οῦ, ὁ, [[λογιστής]], Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.
|lstext='''ἀριθμητής''': -οῦ, ὁ, [[λογιστής]], Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[calculador]], [[contador]] Pl.<i>Iust</i>.373b, op. [[γεωμέτρης]] Hippol.<i>Haer</i>.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.<i>Coll</i>.14.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητής Medium diacritics: ἀριθμητής Low diacritics: αριθμητής Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΗΣ
Transliteration A: arithmētḗs Transliteration B: arithmētēs Transliteration C: arithmitis Beta Code: a)riqmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, calculator, Pl.Just.373b.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
calculador, contador Pl.Iust.373b, op. γεωμέτρης Hippol.Haer.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.Coll.14.3.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, der Rechner, Plat. de iust. 373 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριθμητής) αριθμώ
αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι
νεοελλ.
1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός
2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή αποτύπωση αριθμών με αύξουσα σειρά.

Russian (Dvoretsky)

ἀριθμητής: οῦ ὁ подсчитыватель, счетчик Plat.