ἀρχαιοπινής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rxaiopinh/s
|Beta Code=a)rxaiopinh/s
|Definition=ἀρχαιοπινές, [[with the patina of antiquity]], D.H.Dem.38.
|Definition=ἀρχαιοπινές, [[with the patina of antiquity]], D.H.Dem.38.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />ret. [[que tiene un barniz antiguo]] χνοῦς fig., de cierto [[arcaísmo]] en el [[estilo]], D.H.<i>Dem</i>.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχαιοπῐνής''': -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) [[χνοῦς]] ἀρχαιοπινὴς καὶ [[χάρις]] [[ἀβίαστος]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
|lstext='''ἀρχαιοπῐνής''': -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) [[χνοῦς]] ἀρχαιοπινὴς καὶ [[χάρις]] [[ἀβίαστος]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />ret. [[que tiene un barniz antiguo]] χνοῦς fig., de cierto [[arcaísmo]] en el [[estilo]], D.H.<i>Dem</i>.38.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπινής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[σκουριά]] της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[απλότητα]] του αρχαίου ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»].
|mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπινής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[σκουριά]] της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[απλότητα]] του αρχαίου ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοπῐνής Medium diacritics: ἀρχαιοπινής Low diacritics: αρχαιοπινής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Transliteration A: archaiopinḗs Transliteration B: archaiopinēs Transliteration C: archaiopinis Beta Code: a)rxaiopinh/s

English (LSJ)

ἀρχαιοπινές, with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.

Spanish (DGE)

-ές
ret. que tiene un barniz antiguo χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.Dem.38.

German (Pape)

[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)
1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].