ἀρχηγενής: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)rxhgenh/s | |Beta Code=a)rxhgenh/s | ||
|Definition=ές, [[originating]], [[causing]], κλαυμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1628</span>. | |Definition=ές, [[originating]], [[causing]], κλαυμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1628</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[que es el origen de]] κλαυμάτων A.<i>A</i>.1628. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.
Spanish (DGE)
-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.
Greek Monolingual
ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].
Greek Monotonic
ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).
Middle Liddell
γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.