δυσμαχέω: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ [[δυσμαχητέον]] Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ [[δυσμαχητέον]] Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α. | |lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:17, 1 October 2022
English (LSJ)
fight in vain against or fight an unholy fight with, θεοῖσι δυσμαχοῦντες S.Tr.492; πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν] Plu.2.371a: abs., fight desperately, ib.661c.
Spanish (DGE)
(δυσμᾰχέω) 1 luchar en vano c. dat. θεοῖσι ref. a Eros, S.Tr.492, cf. Plu.2.1015a, c. πρός y ac. (τὴν φαύλην δύναμιν) πρὸς τὴν βελτίονα ἀεὶ δυσμαχοῦσαν Plu.2.371a, cf. 442b.
2 luchar sin cuartel abs. y fig. ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ δυσμαχοῦσαι φθείρονται Plu.2.661c.
German (Pape)
[Seite 683] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ δυσμαχητέον Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
soutenir une lutte impie ou désespérée.
Étymologie: δύσμαχος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰχέω: μάχομαι ματαίως ἐναντίον ἑνός, ἢ μάχομαι ἀνίερον μάχην, πρός τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς πρός τινα, ἀνάγκῃ δ’ οὐχί δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. μάχομαι ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.
Greek Monotonic
δυσμᾰχέω: μέλ. -ήσω, αντιπαλεύω μάταια ενάντια σε, διεξάγω ανίερο αγώνα με, τινί, σε Σοφ.· ομοίως το ρημ. επίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει να καταπολεμήσουμε πάση θυσία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμᾰχέω: бороться себе на погибель вести неравную или отчаянную борьбу (θεοῖσι Soph.; πρὸς τὸ βέλτιστον Plut.).
Middle Liddell
δυσμᾰχέω, fut. -ήσω
to fight in vain against, or, to fight an unholy fight with, τινί Soph.