βραχυγνώμων: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />d'intelligence courte.<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]], [[γνώμη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχυγνώμων''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, [[ὀλιγόνους]], [[βλάξ]], Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18. | |lstext='''βρᾰχυγνώμων''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, [[ὀλιγόνους]], [[βλάξ]], Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.
German (Pape)
[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d'intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.
Greek Monolingual
βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].
Greek Monotonic
βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυγνώμων: 2, gen. ονος обладающий небольшим разумом (βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία Xen.).
Middle Liddell
of small understanding, Xen.