αὔτοπτος: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] selbst gesehen, selbst ertappt, wie [[αὐτόφωρος]], Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] selbst gesehen, selbst ertappt, wie [[αὐτόφωρος]], Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se laisse voir en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ. | |lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὔτοπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που τον έχει δει [[κανείς]] [[μόνος]] του, με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ αὐτόπτου» — με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i>, (παρακμ. του ορώ)]. | |mltxt=[[αὔτοπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που τον έχει δει [[κανείς]] [[μόνος]] του, με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ αὐτόπτου» — με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i>, (παρακμ. του ορώ)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός ΙΙ, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se da a conocer a sí mismo, Διόνυσος αὐ. ἐφαίνετο δαίμων Iul.Or.7.221b
•jur. en flagrante delito ἐπ' αὐτόπτῳ glos. a ἐπ' αὐτοφόρῳ Hsch.
2 que comporta una visión inspirada λόγος PMag.5.55, λεκάνη PMag.4.162, cf. 7.320, 727.
German (Pape)
[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
αὔτοπτος, -ον (AM)
αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια
μσν.
φρ. «ἐξ αὐτόπτου» — με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + οπτός < οπ-, όπωπα, (παρακμ. του ορώ)].