θοινάτωρ: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. [[θοινήτωρ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. [[θοινήτωρ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[θοινατήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοινάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, [[θοινατήρ]], Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. [[θοινήτωρ]]. | |lstext='''θοινάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, [[θοινατήρ]], Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. [[θοινήτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, feaster, E.Ion1206, 1217.
German (Pape)
[Seite 1213] ορος, ὁ, = θοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. θοινήτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. θοινατήρ.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, θοινατήρ, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. θοινήτωρ.
Greek Monolingual
θοινάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
θοινατήρ, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γενέτωρ, ευπάτωρ, συνδαίτωρ)].
Greek Monotonic
θοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, = θοινατήρ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ Eur. = θοινατήρ.
Middle Liddell
θοινά¯τωρ, ορος, = θοινατήρ, Eur.] [from θοινάω