διομαλίζω: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[realizar con constancia o uniformidad]] τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.<i>Po</i>.5.37.23, cf. S.E.<i>M</i>.5.103.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser constante]] ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada</i> Phld.<i>Rh</i>.1.264, cf. Sch.Pi.<i>N</i>.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.<i>M</i>.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.<i>M</i>.11.207<br /><b class="num">•</b>[[persistir]] μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.<i>Cat.Ma</i>.4. | |dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[realizar con constancia o uniformidad]] τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.<i>Po</i>.5.37.23, cf. S.E.<i>M</i>.5.103.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser constante]] ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada</i> Phld.<i>Rh</i>.1.264, cf. Sch.Pi.<i>N</i>.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.<i>M</i>.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.<i>M</i>.11.207<br /><b class="num">•</b>[[persistir]] μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.<i>Cat.Ma</i>.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rester le même, être d'une humeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁμαλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207· -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244. | |lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207· -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:51, 1 October 2022
English (LSJ)
pf. διωμάλικα Phld.Po.Herc.1425.34:—maintain a standard, ἀρετὴ διομαλίζουσα Id.Rh.1.264S., cf. Longin.33.4, Plu. Cat.Ma.4, S.E.M.11.207; to be consistent, of observations, ib.5.103.
Spanish (DGE)
1 tr. realizar con constancia o uniformidad τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.Po.5.37.23, cf. S.E.M.5.103.
2 intr. ser constante ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada Phld.Rh.1.264, cf. Sch.Pi.N.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.M.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.M.11.207
•persistir μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.Cat.Ma.4.
French (Bailly abrégé)
rester le même, être d'une humeur égale.
Étymologie: διά, ὁμαλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλίζω: διαμένω ὁ αὐτὸς πάντοτε, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207· -ἐντεῦθεν διομᾰλισμός, ὁ, ὁμαλότης, σταθερότης, ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
Greek Monolingual
διομαλίζω (AM) ομαλίζω
καθιστώ κάτι τελείως ομαλό
αρχ.
είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος.
Greek Monotonic
διομᾰλίζω: μέλ. -σω, μένω πάντοτε ο ίδιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλίζω: быть неизменным, оставаться постоянным, не изменяться (μέχρι τῆς τελευτῆς Plut.; ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι Sext.).
Middle Liddell
fut. σω
to be always evenminded, Plut.